- δεκατευτήριον
- δεκατευτήριονoffice for collection ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκατευτήριον — δεκατευτήριον, το (Α) [δεκατεύω] γραφείο για τη συλλογή ή είσπραξη τής δεκάτης … Dictionary of Greek
δεκατευτηρίων — δεκατευτήριον office for collection of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατευτήρια — δεκατευτήριον office for collection of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… … Dictionary of Greek
ДЕКАТА — • Δεκάτη, 1. установленная близ Византии Алкибиадом и другими афинскими полководцами в 411 г. до Р. X. корабельная пошлина для всех не афинских судов, которые шли из Понта (Хеn. Hell. 1, 1, 22), и, вероятно, и для тех, которые входили в … Реальный словарь классических древностей
δεκατηλόγιο — το (Α δεκατηλόγιον) [δεκατηλόγος] το δεκατευτήριον νεοελλ. βιβλίο στο οποίο καταγράφεται ο φόρος τής δεκάτης … Dictionary of Greek